επισκεπτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισκεπτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επισκεπτήριο ουδέτερο
- το ωράριο επισκέψεων σε κάποιον χώρο
- πρόσεξε το επισκεπτήριο, νομίζω ότι κλείνουν νωρίς
επισκεπτήριο ουδέτερο