επιπλοποιείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπλοποιείο ουδέτερο
- τόπος (πχ. εργαστήριο / εργοστάσιο) όπου φτιάχνονται έπιπλα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπλοποιείο
|
επιπλοποιείο ουδέτερο
|