επιπεδοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιπεδοποίηση | οι | επιπεδοποιήσεις |
γενική | της | επιπεδοποίησης | των | επιπεδοποιήσεων |
αιτιατική | την | επιπεδοποίηση | τις | επιπεδοποιήσεις |
κλητική | επιπεδοποίηση | επιπεδοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιπεδοποίηση < + -ποίηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπεδοποίηση θηλυκό
- μετατρέπω κάτι σε επίπεδο
- ισότητα, εξίσωση (όχι η μαθηματική έννοια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπεδοποίηση
|