Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπεδοποίηση οι επιπεδοποιήσεις
      γενική της επιπεδοποίησης των επιπεδοποιήσεων
    αιτιατική την επιπεδοποίηση τις επιπεδοποιήσεις
     κλητική επιπεδοποίηση επιπεδοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπεδοποίηση < + -ποίηση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιπεδοποίηση θηλυκό

  1. μετατρέπω κάτι σε επίπεδο
  2. ισότητα, εξίσωση (όχι η μαθηματική έννοια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία