επινοήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επινοήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επινοώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινοώ
- θα επινοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινοώ