επινικελώσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπινικελώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινικελώνω
- θα επινικελώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινικελώνω