Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επινικέλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επινικέλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επινικελώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επινικελώνω