επινεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επινεύω < αρχαία ελληνική ἐπινεύω < ἐπί + νεύω
Ρήμα επεξεργασία
επινεύω
- (αρχαιοπρεπές) κουνώντας το κεφάλι συναινώ ή συμφωνώ
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επινεύω
|