επιμετάλλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιμετάλλωση | οι | επιμεταλλώσεις |
γενική | της | επιμετάλλωσης* | των | επιμεταλλώσεων |
αιτιατική | την | επιμετάλλωση | τις | επιμεταλλώσεις |
κλητική | επιμετάλλωση | επιμεταλλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμεταλλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμετάλλωση < επιμεταλλώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιμετάλλωση θηλυκό
- (χημεία) διεργασία με την οποία επενδύεται κάποιο αντικείμενο με λεπτό στρώμα μετάλλου συνήθως μέσω ηλεκτρόλυσης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις επιμεταλλώνω και μέταλλο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιμετάλλωση
|