Δείτε επίσης: ἐπιλαχών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλαχών
επιλαχόντας
η επιλαχούσα το επιλαχόν
      γενική του επιλαχόντος
επιλαχόντα
της επιλαχούσας
επιλαχούσης*
του επιλαχόντος
    αιτιατική τον επιλαχόντα την επιλαχούσα το επιλαχόν
     κλητική επιλαχών
επιλαχόντα
επιλαχούσα επιλαχόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλαχόντες οι επιλαχούσες τα επιλαχόντα
      γενική των επιλαχόντων των επιλαχουσών των επιλαχόντων
    αιτιατική τους επιλαχόντες τις επιλαχούσες τα επιλαχόντα
     κλητική επιλαχόντες επιλαχούσες επιλαχόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
επιλαχών < αρχαία ελληνική ἐπιλαχών, μετοχή αορίστου β' του ρήματος ἐπιλαγχάνω (διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα)

  Μετοχή επεξεργασία

επιλαχών, -ούσα, -όν

  • που δεν θεωρείται επιτυχών σε μια εκλογή ή διαγωνισμό ή εξέταση για πλήρωση μιας θέσης, η σειρά όμως κατάταξής του είναι αρκετά υψηλή ώστε να του επιτρέπει να καταλάβει αργότερα μια θέση, στην περίπτωση που αυτή μείνει κενή
    ※  Oκτώ επιλαχόντες βουλευτές πανηγυρίζουν: Οκτώ από τους δεκαέξι εν ενεργεία βουλευτές που κατήλθαν στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, διεκδικώντας το ύπατο αξίωμα, πέτυχαν τον στόχο τους και ως εκ τούτου θα αποχωρήσουν στο τέλος του έτους, παραχωρώντας τις έδρες τους στους επιλαχόντες του κόμματός τους ανά περιφέρεια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκλογών του Απριλίου 2000. (εφημερίδα Καθημερινή, 22 Οκτωβρίου 2002)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

επιλαχών: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής επιλαχών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιλαχών αρσενικό (θηλυκό επιλαχούσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία