Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επικρότησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος επικροτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επικροτώ