Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικρότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επικρότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επικροτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επικροτώ