Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικονίασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
επικονίασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
επικονιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
επικονιάζω