επικολλήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικολλήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικολλώ
- θα επικολλήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικολλώ
επικολλήσετε