Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επικολλήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επικολλώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικολλώ
  3. θα επικολλήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικολλώ