επιδράμω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδράμω < αρχαία ελληνική ἐπέδραμον, βʹ αόριστος τού ἐπιτρέχω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.piˈðɾa.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δρά‐μω
Ρήμα επεξεργασία
επιδράμω
Κλίση επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδράμω
|