επιδερμικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδερμικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιδερμικῶς < ἐπιδερμικός. Συγχρονικά αναλύεται σε επιδερμικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
επιδερμικώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδερμικώς
|
Πηγές επεξεργασία
- «επιδερμικός (& επιδερμικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)