Κλίση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδεικνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιδεικνύω

  Ρήμα επεξεργασία

επιδεικνύομαι

στην δύσκολη αυτή στιγμή πρέπει να επιδειχθεί εξαιρετική σύνεση
  • (μέσο) επιδεικνύω τον εαυτό μου, την εξωτερική μου εμφάνιση, τον πλούτο, τις ικανότητές μου κ.λπ.
 συνώνυμα: κάνω φιγούρα
του αρέσει να επιδεικνύεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία