Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επηρεάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επηρεάζω
  2. θα επηρεάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επηρεάζω