επείγον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επείγον ουδέτερο
- η ιδιότητα του επείγοντος
- μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επείγον