Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανδρώνομαι< παθητική φωνή του ρήμ. επανδρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

επανδρώνομαι

Κλίση επεξεργασία