Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναλειτουργώ < επανα- + λειτουργώ

  Ρήμα επεξεργασία

επαναλειτουργώ

  1. (για επιχειρήσεις ή μηχανές) στο τρίτο πρόσωπο, ξαναλειτουργεί κάτι που είχε πάψει να δουλεύει, να λειτουργεί
  2. βρίσκομαι ξανά σε λειτουργία, σε ισχύ
    ※  Επαναλειτουργεί από φέτος ο διαβατηριακός έλεγχος εισόδου—εξόδου στον λιμένα της Αγίας Μαρίνας στη Λέρο. (www.ertnews.gr, 03.05.2022)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία