Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επακόλουθο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
επακόλουθ
ο
τα
επακόλουθ
α
γενική
του
επακόλουθ
ου
των
επακόλουθ
ων
αιτιατική
το
επακόλουθ
ο
τα
επακόλουθ
α
κλητική
επακόλουθ
ο
επακόλουθ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επακόλουθο
< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου
επακόλουθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επακόλουθο
ουδέτερο
αυτό που προκύπτει ως φυσική
συνέπεια
,
απόρροια
μιας προηγούμενης ενέργειας ή κατάστασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επακόλουθο
αγγλικά
:
aftermath
(en)
,
consequence
(en)
,
ως επακόλουθο
:
in the wake of
(en)
•
εικοτολογικά/θεωρητικά από προηγούμενα δεδομένα
:
extrapolation
(en)