Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επακόλουθο τα επακόλουθα
      γενική του επακόλουθου των επακόλουθων
    αιτιατική το επακόλουθο τα επακόλουθα
     κλητική επακόλουθο επακόλουθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επακόλουθο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επακόλουθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επακόλουθο ουδέτερο

  • αυτό που προκύπτει ως φυσική συνέπεια, απόρροια μιας προηγούμενης ενέργειας ή κατάστασης

  Μεταφράσεις επεξεργασία