Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επί παντός (του) επιστητού < τὸ ἐπιστητόν ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐπιστητός < ἐπίσταμαι (γνωρίζω καλά)

  Έκφραση επεξεργασία

επί παντός (του) επιστητού (λόγιο)

  1. για όλα τα θέματα, κάθε θέμα
    Μιλούν επί παντός επιστητού
  2. (ειρωνικό) για οποιονδήποτε πιστεύει πως ξέρει τα πάντα
     συνώνυμα: ξερόλας

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία