Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίσης < αρχαία ελληνική ἐπ' ἴσης

  Επίρρημα επεξεργασία

επίσης

  1. χρησιμοποιείται μονολεκτικά για ανταπόδοση ευχής
    καληνύχτα! επίσης
  2. επιπλέον, ακόμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία