επίγραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίγραμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίγραμμα και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épigramme[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίγραμμα ουδέτερο
- επιγραφή που περιέχει μια έμμετρη σύνθεση και τοποθετείται σε ένα μνημείο ή σε ένα έργο τέχνης
- στον τάφο των τριακοσίων Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες χαράχτηκε το επίγραμμα: "Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι"
- ποίημα λίγων στίχων που διακρίνεται από την απλότητα, τη συντομία και τη στοχαστική διάθεση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επίγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας