επέρειση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επέρειση | οι | επερείσεις |
γενική | της | επέρεισης* | των | επερείσεων |
αιτιατική | την | επέρειση | τις | επερείσεις |
κλητική | επέρειση | επερείσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επερείσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επέρειση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπέρεισις < ἐπερίδομαι < ἐπί- + ἐρείδομαι, μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική appoggiatura
Ουσιαστικό επεξεργασία
επέρειση θηλυκό
- (παρωχημένο, μουσική) συνώνυμο του αποτζιατούρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επέρειση
|