Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επάγω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Αντώνυμα
1.4
Δείτε επίσης
1.4.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
επάγω
< (
αρχαία ελληνική
)
ἐπάγω
Ρήμα
επεξεργασία
επάγω
(
λόγιο
) (
σπάνιο
) σκέφτομαι ή εκφράζομαι επαγωγικά, κάνω
επαγωγή
Αντώνυμα
επεξεργασία
παράγω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Επαγωγή (Φιλοσοφία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επάγω