Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επ' αμοιβή < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' ἀμοιβῇ → δείτε τις λέξεις ἐπ' & ἀμοιβῇ, (δοτική) του ἀμοιβή (αμοιβή)

  Έκφραση επεξεργασία

επ' αμοιβή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία