εξόρκιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόρκιση | οι | εξορκίσεις |
γενική | της | εξόρκισης* | των | εξορκίσεων |
αιτιατική | την | εξόρκιση | τις | εξορκίσεις |
κλητική | εξόρκιση | εξορκίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξορκίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξόρκιση < (ελληνιστική κοινή) ἐξόρκισις
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξόρκιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξορκίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξόρκιση
|