εξωμότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εξωμότης | οι | εξωμότες |
γενική | του | εξωμότη | των | εξωμοτών |
αιτιατική | τον | εξωμότη | τους | εξωμότες |
κλητική | εξωμότη | εξωμότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωμότης < εξωμοσία + -της < αρχαία ελληνική ἐξωμοσία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksoˈmo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐μό‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξωμότης αρσενικό (θηλυκό: εξωμότρια / εξωμότισσα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξωμοσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωμότης
|