Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοχικός η εξοχική το εξοχικό
      γενική του εξοχικού της εξοχικής του εξοχικού
    αιτιατική τον εξοχικό την εξοχική το εξοχικό
     κλητική εξοχικέ εξοχική εξοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοχικοί οι εξοχικές τα εξοχικά
      γενική των εξοχικών των εξοχικών των εξοχικών
    αιτιατική τους εξοχικούς τις εξοχικές τα εξοχικά
     κλητική εξοχικοί εξοχικές εξοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοχικός < εξοχή + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξοχικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την εξοχή, την τοποθεσία έξω από κατοικημένες περιοχές
    εξοχική κατοικία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη εξοχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία