εξοχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξοχή | οι | εξοχές |
γενική | της | εξοχής | των | εξοχών |
αιτιατική | την | εξοχή | τις | εξοχές |
κλητική | εξοχή | εξοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξοχή < αρχαία ελληνική ἐξοχή < ἐξέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξοχή θηλυκό
- το μέρος ενός σώματος που εξέχει, που προβάλλει προς τα έξω και ξεπερνά το γενικό περίγραμμά του
- τοποθεσία έξω από τις κατοικημένες περιοχές
- βγήκαμε από το χωριό και περπατήσαμε για καμιά ώρα στην εξοχή
- του άρεσε να βγαίνει στις εξοχές και να ζωγραφίζει τη φύση
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
το μέρος που εξέχει
→ δείτε τη λέξη προεξοχή |