εξορκίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξορκίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξορκίζω
- θα εξορκίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξορκίζω
εξορκίσουμε