εξοργισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξοργισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξοργίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξοργισμός
|
εξοργισμός αρσενικό
|