Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξομολογηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομολογούμαι
  2. θα εξομολογηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομολογούμαι