εξοκέλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksoˈce.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐κέλ‐λω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ο‐κέλ‐λω
Ρήμα επεξεργασία
εξοκέλλω
- (για πλοίο) ναυαγώ στην ακτή, προσαράζω
- (μεταφορικά) παραστρατώ, παρεκτρέπομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.