Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξοδούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εξοδούχ
ος
οι
εξοδούχ
οι
γενική
του
εξοδούχ
ου
των
εξοδούχ
ων
αιτιατική
τον
εξοδούχ
ο
τους
εξοδούχ
ους
κλητική
εξοδούχ
ε
εξοδούχ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξοδούχος
<
έξοδος
+
-ούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξοδούχος
αρσενικό
στρατιώτης
που έχει λάβει άδεια
εξόδου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοδούχος