Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξοδούμπα οι εξοδούμπες
      γενική της εξοδούμπας
    αιτιατική την εξοδούμπα τις εξοδούμπες
     κλητική εξοδούμπα εξοδούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοδούμπα < έξοδ(ος) + -ούμπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξοδούμπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία