Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξοίδηση οι εξοιδήσεις
      γενική της εξοίδησης* των εξοιδήσεων
    αιτιατική την εξοίδηση τις εξοιδήσεις
     κλητική εξοίδηση εξοιδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοιδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοίδηση < εξ + οίδηση ‹ οιδέω ‹ οίδος < οίδημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξοίδηση θηλυκό

  1. το πρήξιμο, το φούσκωμα
  2. (ιατρική) η αύξηση του όγκου κάποιου τμήματος του σώματος που οφείλεται κυρίως σε παθολογικές αιτίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία