εξεταστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξεταστήριο < εξετάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξεταστήριο ουδέτερο
- ο χώρος ή το κτίριο που γίνονται εξετάσεις
- (ειδικότερα) ο μερικά ή πλήρως απομονωμένος χώρος σε γραφείο γιατρού που περιέχει τα απαραίτητα για να εξετάζεται ο ασθενής
- το εξεταστήριο χωριζόταν από το υπόλοιπο γραφείο μόνο με ένα χαμηλό παραβάν
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξεταστήριο
|