Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξεταστήριο τα εξεταστήρια
      γενική του εξεταστηρίου
εξεταστήριου
των εξεταστηρίων
    αιτιατική το εξεταστήριο τα εξεταστήρια
     κλητική εξεταστήριο εξεταστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξεταστήριο < εξετάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξεταστήριο ουδέτερο

  1. ο χώρος ή το κτίριο που γίνονται εξετάσεις
  2. (ειδικότερα) ο μερικά ή πλήρως απομονωμένος χώρος σε γραφείο γιατρού που περιέχει τα απαραίτητα για να εξετάζεται ο ασθενής
    το εξεταστήριο χωριζόταν από το υπόλοιπο γραφείο μόνο με ένα χαμηλό παραβάν

  Μεταφράσεις επεξεργασία