Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξεμέτρησε το ζην < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκμετρῶ τό ζῆν, → δείτε τις λέξεις εκμετρώ, το και ζην

  Έκφραση επεξεργασία

εξεμέτρησε το ζην

  1. (λόγιο, παρωχημένο) πέθανε
  2. (λόγιο, μεταφορικά) είναι πλέον παρωχημένο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία