εξελιχθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξελιχθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξελίσσομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξελίσσομαι
- θα εξελιχθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξελίσσομαι