Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινήἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη

  Ρήμα επεξεργασία

εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)

  1. μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
  2. (φυσική) μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
  4. (μεταφορικά) εξιδανικεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία