εξασφαλίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξασφαλίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξασφαλίζω
- θα εξασφαλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξασφαλίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξασφαλίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξασφάλιση