Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαρτία οι εξαρτίες
      γενική της εξαρτίας των εξαρτιών
    αιτιατική την εξαρτία τις εξαρτίες
     κλητική εξαρτία εξαρτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαρτία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαρτία θηλυκό

  • (ναυτικός όρος, λόγιο) το σύνολο των σκευών και εξαρτημάτων (ιστοί, κεραίες, σχοινιά, αλυσίδες) για τη στήριξη και τον χειρισμό των ιστίων ενός σκάφους ή το σύνολο των σκευών και μηχανημάτων (άγκυρες, βαρούλκα, αλυσίδες, γερανοί και πολύσπαστα των λέμβων, εργάτες κλπ.) που χρησιμοποιούνται για τις διάφορες εργασίες του πλοίου
     συνώνυμα: εξάρτιση

  Μεταφράσεις επεξεργασία