εξαποστειλάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαποστειλάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐξαποστειλάριον < (ελληνιστική κοινή) ἐξαποστέλλω < αρχαία ελληνική ἐξαποστέλλομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξαποστειλάριο ουδέτερο
- (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) είδος εκκλησιαστικού ύμνου, τροπάριο που ψάλλεται πριν από τους αίνους κατά τη διάρκει του όρθρου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαποστειλάριο
|
Πηγές επεξεργασία
- εξαποστειλάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας