Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαντλητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξαντλητικῶς. (μαρτυρείται από το 1894)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε εξαντλητικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

εξαντλητικώς

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. ἐξαντλητικῶς, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία

  • «εξαντλητικός (& εξαντλητικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)