Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εξαμηνιαίοι

  1. εξαμηνιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. εξαμηνιαίος, στην κλητική του πληθυντικού