εξαμηνιαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εξαμηνιαίο
- εξαμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού
εξαμηνιαίο, ουδέτερο του εξαμηνιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
εξαμηνιαίο
εξαμηνιαίο, ουδέτερο του εξαμηνιαίος