Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εξαμηνιαίο

  1. εξαμηνιαίος, στην αιτιατική του ενικού

εξαμηνιαίο, ουδέτερο του εξαμηνιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού