Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξαγόρασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξαγοράζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξαγοράζω