εξίσωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξίσωση | οι | εξισώσεις |
γενική | της | εξίσωσης* | των | εξισώσεων |
αιτιατική | την | εξίσωση | τις | εξισώσεις |
κλητική | εξίσωση | εξισώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξισώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξίσωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξίσωσις
- (μαθηματικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική équation[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksi.so.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξί‐σω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξίσωση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία δύο άνισα και ανόμοια στοιχεία μετατρέπονται σε ίσα
- (μαθηματικά) μαθηματική έκφραση με δύο ίσα σκέλη, τα οποία ενώνονται με το σημείο του ίσον (=)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετατροπή των άνισων σε ίσα
μαθηματική έκφραση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εξίσωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας